- αφίκω
- ἀφίκω (Α) [ίκω]αφικνούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
αφίκτωρ — ἀφίκτωρ, ο (Α) [αφίκω] 1. ικέτης 2. «Ζεὺς ἀφίκτωρ» ικέσιος, προστάτης των ικετών … Dictionary of Greek